- συναποφύω
- Α1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι2. (το μέσ.) συναποφύομαισυνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα τής χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀποφύω «φυτρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.